δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand, and I will move the Earth
η (Α ἀσκπληπιάς [-άδος]) Ασκληπιόςόνομα φυτού της οικ. Ασκληπιαδίδαι (κοινή ονομασία αγιοκέρι).