αμπελόκλημα
From LSJ
Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
Greek Monolingual
το
1. κλήμα αμπέλου
2. κλαδί αμπέλου, αμπελόβεργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμπέλι + κλήμα].
Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
το
1. κλήμα αμπέλου
2. κλαδί αμπέλου, αμπελόβεργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμπέλι + κλήμα].