ανέμη
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
Greek Monolingual
η (Μ ἀνέμη) άνεμος
1. συσκευή που με την περιστροφή της επιτρέπει το ξετύλιγμα μιας κούκλας νήματος και το ξανατύλιγμα στα μασούρια, ανεμοδούρα, ροδάνι
2. η άτρακτος στην οποία τυλίγεται και ξετυλίγεται το σκοινί στο μαγγανοπήγαδο.