μαγγανοπήγαδο
From LSJ
τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion
Greek Monolingual
το
1. πηγάδι από το οποίο αντλείται νερό με μάγγανο
2. σύστημα άντλησης νερού από πηγάδι με συνδεδεμένους σε κλειστή αλυσίδα πολλούς κάδους η οποία κινείται από έναν μεγάλο περιστρεφόμενο τροχό με τη χρήση της δύναμης ανθρώπου ή ζώου
3. μτφ. βιοπάλη για τον επιούσιο, ρουτίνα, εργασία που επαναλαμβάνεται ομοιόμορφα κάθε μέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάγγανο «γερανός, βαρούλκο» + πηγάδι].