αγρυπνώ

From LSJ
Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451

Greek Monolingual

[Α ἀγρυπνῶ (-έω)]
1. δεν μπορώ να κοιμηθώ τη νύχτα, μένω άγρυπνος, ξενυχτώ
2. προσέχω, επιτηρώ, φροντίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγρυπνος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀγρυπνητικός
νεοελλ.
αγρύπνημα, αγρυπνητής].