βουλήεις
From LSJ
Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert
English (LSJ)
εσσα, εν,
A of good counsel, sage, Sol.33.1.
German (Pape)
[Seite 457] ἀνήρ, wohlberathen, klug, Solon bei Plut. Sol. 14.
Greek (Liddell-Scott)
βουλήεις: εσσα, εν, ὁ ἔχων καλὴν γνώμην, συνετός, Σόλων 25. 1.
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
de bon conseil, sage.
Étymologie: βουλή.
Spanish (DGE)
-εσσα, -εν sensato, ἀνήρ Sol.23.1.
Greek Monolingual
βουλήεις, -εσσα, -εν (Α) βουλή
αυτός που έχει ορθή κρίση, ο συνετός.