βαβάκτης
Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst
English (LSJ)
A reveller, of Pan, Cratin.321, cf. Eust.1431.46; of Dionysus, Corn.ND30; expld. by ὀρχηστής, EM183.45, Hsch.
German (Pape)
[Seite 423] ὁ, 1) Schreier, Schwätzer, VLL; auch Sänger, Hesych. – 2) Tänzer, voc. βαβάκτα Cratin. E. M. 183, 42.
Spanish (DGE)
(βᾰβάκτης) -ου
bullanguero, bullicioso de Dioniso Πάν Cratin.359, Βάκχος Corn.ND 30, cf. Hsch., Phot.β 6, EM 183.45.
• Etimología: Quizá rel. c. la familia expresiva de βαβάζω. Por su rel. c. el culto de Dióniso tb. se piensa en un posible origen lid.
Greek Monolingual
βαβάκτης, ο (AM)
1. αυτός που γλεντάει θορυβωδώς (αποδίδεται στον Πάνα ή στον Διόνυσο)
2. χορευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. λόγω της σημασίας της συνδέεται πιθ. με την εκφραστική ομάδα των βαβάζω, βαβαί, βάβακος, βάζω κ.ά., ενώ η υπόθεση ότι πρόκειται για λ. λυδικής προελεύσεως, εάν συσχετιστεί με μία προσωνυμία του Βάκχου, οφείλεται μάλλον σε παρετυμολογία].