Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
ἀντεπιφέρω (AM)μσν.αντηχώαρχ.1. επιφέρω, προξενώ κακό για αντίποινα2. αντεπιτίθεμαι.