Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau
ἀντεπιφέρω (AM)μσν.αντηχώαρχ.1. επιφέρω, προξενώ κακό για αντίποινα2. αντεπιτίθεμαι.