ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying
ἀήτης, ο και ἀήτη, η (Α)1. (με τις γενικές «ἀνέμου» «ἀνέμων Ζεφύρου») δυνατό φύσημα, βίαια, θυελλώδης πνοή, θύελλα2. (απόλ. χωρίς τη γενική) άνεμος, αέρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄημι.ΣΥΝΘ. αρχ. ἀητόρρους].