αήτης

From LSJ
Revision as of 06:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying

Source

Greek Monolingual

ἀήτης, ο και ἀήτη, η (Α)
1. (με τις γενικές «ἀνέμου» «ἀνέμων Ζεφύρου») δυνατό φύσημα, βίαια, θυελλώδης πνοή, θύελλα
2. (απόλ. χωρίς τη γενική) άνεμος, αέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄημι.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀητόρρους].