απογυμνώνω

From LSJ
Revision as of 06:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger

Menander, Monostichoi, 289

Greek Monolingual

(AM ἀπογυμνῶ, -όω)
1. ξεγυμνώνω, γδύνω εντελώς
2. αφοπλίζω
3. αφαιρώ εντελώς κάτι από κάποιον, τον ληστεύω
νεοελλ.
λεηλατώ
αρχ.
1. αποκαλύπτω, φανερώνω
2. εξηγώ
3. (-ούμαι)
γίνομαι ορατός, φανερώνομαι.