απόλυμα
From LSJ
Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.
Greek Monolingual
το (Α ἀπόλυμα)
1. το να απολύσεις, να αφήσεις ελεύθερο (απόλυμα των μαθητών, των ζωντανών, του νερού κ.λπ.)
2. το τέλος της θείας λειτουργίας
3. η έξοδος του σμήνους των μελισσών από την κυψέλη και το ίδιο το θυγατρικό, το νέο σμήνος
4. ιατρ. τμήμα οστού που αποχωρίστηκε λόγω βλάβης και απομένει νεκρό
5. «απολύματα της σκεπής» — τα ξύλα που προεξέχουν στο γείσο του σπιτιού
αρχ.
1. ακαθαρσία
2. απόκριμα.