γαστραφέτης

Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A stomach-bow, Hero Bel.81.2.

German (Pape)

[Seite 475] ὁ, eine Art Wurfmaschine, Mathem.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ un tipo de arco primitivo, Bito 61.2, Hero Bel.81.

Greek Monolingual

γαστραφέτης, ο (Α)
μεγάλο τόξο που για να το τεντώσει ο τοξότης στήριζε το χέρι του στην κοιλιά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαστήρ (-στρός) + αφέντης < αφίημι].