γλωσσοδέτης
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
Greek Monolingual
ο
1. πάθηση της γλώσσας που οφείλεται σε σύμφυση του χαλινού και προκαλεί βραδυγλωσσία
2. λεκτικό παιχνίδι που συνίσταται στην απαγγελία όσο το δυνατόν γρηγορότερα λέξεων ή φράσεων, οι οποίες έχουν όμοιους φθόγγους και προφέρονται δύσκολα
3. φρ. «μέ πιάνει γλωσσοδέτης» — σιωπώ από αμηχανία ή άγνοια.