δοκιμαστήριο
From LSJ
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
το (Α δοκιμαστήριον) δοκιμαστήρ
νεοελλ.
ειδικός χώρος για δοκιμή (κυρίως) ενδυμάτων
αρχ.
μέσο για να διεξαχθεί δοκιμή ή εξέταση.