εκβολάδα
From LSJ
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
Greek Monolingual
η (Α ἐκβολάς)
οτιδήποτε αποβάλλεται ή απορρίπτεται, κυρίως τα απορρίμματα τών μεταλλουργικών εργασιών
νεοελλ.
1. τα απορρίμματα της αρχαίας μεταλλουργίας και ιδίως του Λαυρίου
2. φρ. νεοελλ. «εσωτερικές εκβολάδες» — αυτές που απορρίπτονται μέσα στα μεταλλεία
αρχ.
1. αιγυπτιακό σταφύλι που πίστευαν ότι προκαλούσε έκτρωση
2. φρ. «ἐκβολὰς μήτρα» — είδος ρωμαϊκού φαγητού.