εικονογραφώ
From LSJ
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
Greek Monolingual
(AM εἰκονογραφῶ, -έω)
1. περιγράφω παραστατικά
2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εικονογραφημένος, -η, -ο
(για έντυπο ή κείμενο) αυτός που έχει διακοσμηθεί, συμπληρωθεί ή αποδοθεί με εικόνες.
νεοελλ.
1. στολίζω έντυπο, ναό ή κτήριο, με εικόνες
αρχ.
1. ζωγραφίζω
2. κάνω προσωπογραφία.