είδαρ

From LSJ
Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562

Greek Monolingual

εἶδαρ, το (Α)
τροφή, φαγητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επικός τ. αντί του έδ-Fαρ < έδω
πρβλ. «έδαρ- βρώμα» (Ησύχ.). Η λ. εμφανίζει επίθημα -wr (πρβλ. αρχ. ινδ. vy-ad-vara- «αδηφάγος»)].