δυσπολιόρκητος

From LSJ
Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπολιόρκητος Medium diacritics: δυσπολιόρκητος Low diacritics: δυσπολιόρκητος Capitals: ΔΥΣΠΟΛΙΟΡΚΗΤΟΣ
Transliteration A: dyspoliórkētos Transliteration B: dyspoliorkētos Transliteration C: dyspoliorkitos Beta Code: duspolio/rkhtos

English (LSJ)

ον,

   A hard to take by siege, X.HG4.8.5 (Comp.), Plb.5.3.4, J.AJ2.10.2; τὸ δ. Corn.ND20.

German (Pape)

[Seite 687] schwer zu belagern u. einzunehmen; Xen. Hell. 4, 8, 5; Pol. 5, 3 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπολιόρκητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ κυριεύσῃ τις διὰ πολιορκίας, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 5, Πολύβ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inexpugnable.
Étymologie: δυσ-, πολιορκέω.

Spanish (DGE)

-ον
inexpugnable, difícil de conquistar por asedio χωρίον X.HG 4.8.5, LXX 2Ma.12.21, I.AI 2.249, πολισμάτιον Plb.5.3.4, κατὰ θάλατταν ... δυσπολιόρκητον οὖσαν τὴν πόλιν D.S.17.40, cf. 22.10
subst. τὸ δ. inexpugnabilidad Corn.ND 20.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσπολιόρκητος, -ον)
1. αυτός που δύσκολα κυριεύεται με πολιορκία
2. αυτός που δύσκολα πολιορκείται
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ δυσπολιόρκητον
η δυσκολία για άλωση με πολιορκία.