ἔμβρωμα

From LSJ
Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμβρωμα Medium diacritics: ἔμβρωμα Low diacritics: έμβρωμα Capitals: ΕΜΒΡΩΜΑ
Transliteration A: émbrōma Transliteration B: embrōma Transliteration C: emvroma Beta Code: e)/mbrwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is eaten away, ἔ. ὀδόντος cavity in a tooth, Dsc.1.77.    II meal, snack, ἔ. πρωϊνόν Ath.1.11c, cf. Sor.1.40.

German (Pape)

[Seite 807] τό, der Imbiß, Ath. I, 11 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμβρωμα: τό, μέρος φαγωμένον ἐκ τῆς χρήσεως, ἔμβρωμα ὀδόντων, τρῦπα, βεβλαμμένον μέρος ὀδόντος, Διοσκ. 1. 105. ΙΙ. «κολατσιό», «δάγκωμα», τὸ πρωινὸν ἔμβρωμα Ἀθήν. 11C.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 comida Ath.11c, cf. Sor.1.12.123, τὸ πρωινὸν ἔ. el almuerzo Apollon.Lex.α 42
alimento παρασχεῖν τῷ βρέφει τὸ ἔ. Iren.Lugd.Haer.4.38.1, cf. Hsch.s.u. ἔντριτον.
2 corrosión, medic. agujero producido por la corrosión ἐμβρώματα ὀδόντος caries dentales Dsc.1.77.2.

Greek Monolingual

ἔμβρωμα, το (Α)
το πρόγευμα
αρχ.
το φθαρμένο, το φαγωμένο από την πολλή χρήση.