δυσδιοίκητος

From LSJ
Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

Δίκαια δράσας συμμάχους ἕξεις θεούς → Opem tibi deus, iusta si egeris, feret → Gerechtes Handeln schenkt der Götter Beistand dir

Menander, Monostichoi, 126
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσδιοίκητος Medium diacritics: δυσδιοίκητος Low diacritics: δυσδιοίκητος Capitals: ΔΥΣΔΙΟΙΚΗΤΟΣ
Transliteration A: dysdioíkētos Transliteration B: dysdioikētos Transliteration C: dysdioikitos Beta Code: dusdioi/khtos

English (LSJ)

ον,

   A hard to manage, J.BJ2.16.4, Poll.5.105 (vulg. -ητικός).    II hard to digest, Xenocr.31, Sor.1.93.

German (Pape)

[Seite 678] schwer zu verwalten; Poll. 5, 105, wo v. l. δυσδιοικητικός; schwer zu verdauen, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

δυσδιοίκητος: -ον, δυσκόλως διοικούμενος, Πολυδ. Ε΄, 105 (κοιν. δυσδιοικητικός). ΙΙ. δύσπεπτος, ὀνίσκος Ξενοκρ. 31.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de administrar, de preservar τὸ τῆς θρησκείας ἄκρατον I.BI 2.391
difícil de manejar Poll.5.105.
2 medic. difícil de digerir, indigesto, de difícil asimilación de alimentos κεστρεύς Xenocr.10, χυμός Archig.71L., τὸ γάλα Sor.2.9.103, 10.8, κρέα Sor.2.10.48, ἡ τροφή Sor.2.17.22, cf. Aët.4.50, κριθαί Hippiatr.1.16.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσδιοίκητος, -ον)
αυτός που διοικείται με δυσκολία
αρχ.
δύσπεπτος.