ἐνανθρωπίζω
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
German (Pape)
[Seite 826] = ἐνανθρωπέω, K. S.
Spanish (DGE)
hacerse hombre, encarnarse de Cristo πρὸς αὐτοὺς ἐνανθρωπίσας ἀφίκετο Thdt.M.81.772B, cf. Gr.Nyss.M.46.208A, Mac.Magn.Apocr.2.9 (p.12.13), del Verbo divino, Ath.Al. en Cat.Ep.Hebr.2.11 suppl.(p.400.8).
Greek Monolingual
(Μ ἐνανθρωπίζω)
1. ενανθρωπώ. παίρνω φύση και μορφή ανθρώπου, ενσαρκώνομαι σε άνθρωπο
2. ιατρ. διαβιβάζω ύλη εμβολίου μέσα από το ανθρώπινο σώμα, βλ. ενανθρωπώ.