ἐγὼ δ' ἀνάγκῃ προύμαθον στέργειν κακά → I have been slowly schooled by necessity to endure misery
το, Ν1. βοτ. το φυτό ψάθα2. ψάθινο ανδρικό καπέλο με στενό γείσο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάθα + υποκορ. κατάλ. -άκι (πρβλ. παιδ-άκι)].