διάταμα

From LSJ
Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)

Source

Greek Monolingual

(I)
το διατείνω
1. διάταση, τέντωμα
2. ναυτ. διάταμα ή «διάταση σχοινιού» — εργασία κατά την οποία τα σχοινιά που δεν χρησιμοποιούνται πια τεντώνονται κατάλληλα, ώστε να έχουν σταθερό μήκος.———————— (II)
το
διάταγμα, νουθεσία, συμβουλή.