ψεῦστις
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ιδος, ἡ, fem. of
A ψεύστης, νύξ Epigr.Gr.418 (Cyrene).
German (Pape)
[Seite 1396] ἡ, fem. zu ψεύστης, Inscr., s. Welcker Syll. epigr. 50, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ψεῦστις: θηλ. τοῦ προηγ., Συλλ. Ἐπιγρ. 5172. 3.
Greek Monolingual
-εύστιδος, ἡ, Α
βλ. ψεύτης.