ψεῦστις

From LSJ

δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → a wise man should not keep making the same mistake, a wise man should not repeat the same mistake, doing twice the same mistake is not a wise man's doing, making the same mistake twice does not befit the wise, making the same mistake twice does not belong to a man who is wise, making the same mistake twice does not belong to a wise man, the wise man does not make the same mistake twice, to commit the same sin twice is not a sign of a wise man, it is unwise to err twice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψεῦστις Medium diacritics: ψεῦστις Low diacritics: ψεύστις Capitals: ΨΕΥΣΤΙΣ
Transliteration A: pseûstis Transliteration B: pseustis Transliteration C: pseystis Beta Code: yeu=stis

English (LSJ)

ιδος, ἡ, fem. of ψεύστης, νύξ Epigr.Gr.418 (Cyrene).

German (Pape)

[Seite 1396] ἡ, fem. zu ψεύστης, Inscr., s. Welcker Syll. epigr. 50, 3.

Greek Monolingual

ψεύτης, ο, θηλ. ψεύτρα / ψεύστης, θηλ. ψεύστρια, ΝΜΑ, θηλ. και ψεῦστις, ψεύστιδος, και ψεύστειρα Α
άτομο που λέει ψέματα, που χρησιμοποιεί το ψέμα για να εξαπατήσει τους άλλους (α. «αποδείχθηκε ότι είναι ψεύτης» β. «...ἀεὶ ψεῦσται, κατὰ θηρία...», ΚΔ
γ. «ψεῦσται τ' ὀρχησταί τε», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
1. απατεώνας
2. παροιμ. α) «ο κλέφτης είδε τον ψεύτη κι έφυγε» — ο ψεύτης είναι πιο επικίνδυνος κι από τον κλέφτη
β) «ο ψεύτης και ο κλέφτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται» — ο ψεύτης και ο κλέφτης σύντομα αποκαλύπτονται
γ) «έχω μάρτυρα τον μπάρμπα μου τον ψεύτη» ή «ρώτα τον μπάρμπα μου τον ψεύτη» — επικαλούμαι τη μαρτυρία προσώπου που δεν είναι καθόλου αξιόπιστο
αρχ.
ως επίθ. ψευδής, απατηλός («ψεύσταν λόγον», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ψεύστης < θ. ψευσ του ψεύδομαι (πρβλ. αόρ. ἐψευσάμην) + κατάλ. -της, ενώ τα θηλ. έχουν σχηματιστεί με επίθημα -τρια / -τις / -τειρα. Το νεοελλ. ψεύτης έχει σχηματιστεί από το αρχ. ψεύστης με (ανομοιωτική) αποβολή του -σ-].

Greek (Liddell-Scott)

ψεῦστις: θηλ. τοῦ προηγ., Συλλ. Ἐπιγρ. 5172. 3.