ψυχανεμίζομαι
From LSJ
ἀθρόαις πέντε δραπὼν νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον → for five whole nights and days, culling the sacred excellence of joyous living | reaping the sacred bloom of good living for five full nights and as many days
Greek Monolingual
Ν
(αποθ.) προαισθάνομαι ή υποψιάζομαι κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + άνεμος + κατάλ. -ίζω].