ψωροφθαλμία

From LSJ
Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψωροφθαλμία Medium diacritics: ψωροφθαλμία Low diacritics: ψωροφθαλμία Capitals: ΨΩΡΟΦΘΑΛΜΙΑ
Transliteration A: psōrophthalmía Transliteration B: psōrophthalmia Transliteration C: psorofthalmia Beta Code: ywrofqalmi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A a disease of the eyes, excessive dryness attended with itching, PMed.Strassb.p.6, Gal.14.766: pl., Dsc.1.68.5:— hence ψωρ-οφθαλμιάω, Gal.12.799; and ψωρ-όφθαλμος, ον, a sufferer from blepharitis, Id.12.798.

German (Pape)

[Seite 1406] ἡ, Augenkrätze, eine mit Jucken und Rauhigkeit der Oberfläche verbundene krankhafte Trockenheit der Augen, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ψωροφθαλμία: ἡ, νόσημά τι τῶν ὀφθαλμῶν, ὑπερβάλλουσα ξηρότης αὐτῶν μετὰ κνησμοῦ, Γαλην. 14. σ. 766 ἐν τῷ πληθ. Διοσκ. 1. 82. - ἐντεῦθεν -οφθαλμιάω, Γαλην. τ. 10. σ. 586.

Greek Monolingual

η, ΝΑ ψωρόφθαλμος
νεοελλ.
ιατρ. ελκώδης βλεφαρίτιδα
αρχ.
οφθαλμική νόσος που χαρακτηρίζεται από ξηρότητα τών οφθαλμών με κνησμό.