ἐξεσθίω
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
English (LSJ)
fut. ἐξέδομαι: pf. ἐξεδήδοκα: aor. ἐξέφαγον:—
A eat away, eat up, ἐξέδεταί σου τοὔψον Ar.Eq.1032, cf. Epimenid.10; ἐκ τῶν πόλεων τὸ σκῖρον ἐξεδήδοκεν Id.V.925; ἐὰν μή σ' ἐκφάγω ἐκ τῆσδε τῆς γῆς Id.Eq.698; ἐξεσθίουσι αὐτὰ (the grubs) αἱ μέλιτται Arist.HA554b4, cf. Dsc.Eup.1.150.
German (Pape)
[Seite 879] (s. ἐσθίω), herausessen, verzehren, Arist. H. A. 5, 22; fut. ἐξέδομαι, Ar. Equ. 1027; perf. ἐξεδήδοκα, Vesp. 925, ἐκ τῶν πόλεων τὸ σκίρον, u. Plut.; aor. ἐκφαγεῖν, Epimenid. bei Plut. Sol. 12; Ar. Equ. 695 u. A.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξεσθίω: μέλλ. ἐξέδομαι: πρκμ. ἐξεδήδοκα: ἀόρ. ἐξέφᾰγον: ― τρώγω, κατατρώγω, τρώγω ἐντελῶς, ἐξέδεταί σου τοὔψον Ἀριστοφ. Ἱππ. 1032· ἐκ τῶν πόλεων τὸ σκῖρον ἐξεδήδοκεν Σφ. 925· εἰ μή σ’ ἐκφάγω ἐκ τῆσδε τῆς γῆς Ἱππ. 698· ἐξεσθίουσι τὰ πτερὰ αἱ μέλιτται Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 22, 13.
French (Bailly abrégé)
f. ἐξέδομαι, ao.2 ἐξέφαγον, pf. ἐξεδήδοκα;
manger complètement, dévorer.
Étymologie: ἐξ, ἐσθίω.