εξοβελίζω

From LSJ
Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source

Greek Monolingual

(AM ἐξοβελίζω)
σημειώνω με οβελό χωρίο κειμένου που θεωρώ νόθο και συνεπώς πρέπει να αφαιρεθεί από το κείμενο, απορρίπτω («πολλοί στίχοι του Ομήρου εξοβελίζονται»)
νεοελλ.
απορρίπτω, διαγράφω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οβελίζω «σημειώνω με οβελό ως νόθο χωρίο κειμένου» (< οβελός «οριζόντια γραμμή για την απόρριψη χωρίου ως νόθου»)].