έντυπος

From LSJ
Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἔντυπος, -ον)
ο τυπωμένος
νεοελλ.
1. αυτός που παράγεται με εκτύπωση, τυπωμένος, σταμπαρισμένος
2. το ουδ. ως ουσ. το έντυπο(ν)
τυπωμένο βιβλίο, περιοδικό, φυλλάδιο κ.λπ., σε αντιδιαστολή προς το χειρόγραφο ή δακτυλογραφημένο ή πολυγραφημένο (και επίρρ. εντύπως)
αρχ.
1. ο κομμένος σε νόμισμα
2. αυτός που επιδέχεται τύπωση ή αποτύπωση
3. σταθερός, ορισμένος.
επίρρ...
εντύπως
μέσω του τύπου, τύποις, έντυπα.