ενισχυτής

From LSJ
Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey

Source

Greek Monolingual

ο (θηλ. ενισχύτρια) ενισχύω
1. αυτός που ενισχύει, που βοηθά, βοηθός, επίκουρος, συμπαραστάτης
2. (τηλεγρ.) συσκευή που χρησιμοποιείται στην ασύρματη τηλεγραφία για ενίσχυση τών ασθενών σημάτων κατά τη λήψη τους
3. (ηλεκτρον.) συσκευή που επιτυγχάνει την αύξηση της τάσης, της έντασης ή της ισχύος τών ηλεκτρικών σημάτων.