άγνωμος
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
Greek Monolingual
και ανέγνωρος, -η, -ο
1. αυτός που δεν έχει γνώμη, άβουλος, αναποφάσιστος, διστακτικός
2. ανόητος, επιπόλαιος, απερίσκεπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά το Ιστ. Λεξ. Ακαδημίας Αθηνών < αρχ. επίθ. ἀγνώμων ή < α- στερητ. + γνώμη.
ΠΑΡ. αγνωμιά].