ἄγνοια, η (Α και ἀγνοία σε ποιητές) ἀγνοῶέλλειψη γνώσης, αγνωσία, αμάθειααρχ.1. σφάλμα, πλάνη ή αμάρτημα που προέρχεται από άγνοια2. φρ. «ὑπ' ἀγνοίας ὁρῶ τινα», προσποιούμαι ότι δεν γνωρίζω κάποιον βλέποντάς τον.