αγνωσία

From LSJ
Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source

Greek Monolingual

και αγνωσιά η (Α ἀγνωσία) ἄγνωτος
1. έλλειψη γνώσης ή ενημερότητας σε κάτι, αμάθεια, άγνοια
2. Ιατρ.. Αδυναμία αναγνωρίσεως τών διαφόρων ερεθισμάτων που παραλαμβάνονται από τα αισθητήρια όργανα, λόγω βλάβης συγκεκριμένων περιοχών του φλοιού τών εγκεφαλικών ημισφαιρίων
αρχ.
το να παραμένει κάτι άγνωστο, η αφάνεια.