ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
ἀδαημοσύνη, η (AM) ἀδαήμωνέλλειψη πείρας ή γνώσης, απειρία, αδεξιότητα, αμάθεια, άγνοια.