επιδημώ

From LSJ
Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233

Greek Monolingual

(AM ἐπιδημῶ, -έω) επίδημος
1. μένω στην πατρίδα μου ή στον τόπο κατοικίας μου
2. διαμένω προσωρινά σε έναν τόπο
3. (για τον Χριστό) έρχομαι στη Γη και μένω ανάμεσα στους ανθρώπους («ἐπεδήμησεν ἐν κόσμῳ»)
4. (για νόσο) παρουσιάζομαι και διαδίδομαι σε έναν τόπο
αρχ.-μσν.
1. επιστρέφω
2. φθάνω
3. βρίσκομαι στη ζωή, ζω
αρχ.
επισκέπτομαι.