ένθεος

Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο και ένθους, -ουν (AM ἔνθεος, -ον και ἔνθους, -ουν)
αυτός που κατέχεται από το θείον, σαν να έχει τον θεό μέσα του, θεόληπτος, θεόπνευστος, εμπνευσμένος («παύεσκε μὲν γάρ ἐνθέους γυναῑκας», Σοφ.)
νεοελλ.
(συνήθ. το συνηρ. ένθους)
ενθουσιώδης, ενθουσιασμένος, γεμάτος ενθουσιασμό
αρχ.-μσν.
άγιος, ιερός, θείος
αρχ.
(για έργο) ο εμπνευσμένος από θεία δύναμη.
επίρρ...
ενθέως
με τρόπο ένθεο, θεόληπτο, με θεία δύναμη ή έμπνευση, με ενθουσιασμό.