εσχάριο
From LSJ
Greek Monolingual
το (Α ἐσχάριον)
(υποκορ. του εσχάρα)
πύραυνο, μικρή κινητή εστία που χρησιμοποιείται για θέρμανση ή για μαγείρεμα μικρής ποσότητας τροφίμων, κν. μαγκάλι, φουφού
νεοελλ.
1. καθεμιά από τις ισχυρές τετραγωνικές δοκούς που υποβαστάζουν την τρόπιδα ναυπηγούμενου πλοίου στην εσχάρα του ναυπηγείου, κν. σκαρί
2. μεταλλικό μέρος της κλίνης, πάνω στην οποία είναι στερεωμένη η εσχάρα τών βαρέων πυροβόλων
αρχ.
1. μέρος πάνω στο οποίο στέκεται ή στηρίζεται κάποιος, βάση
2. εσχάρα με την οποία καθέλκονται πλοία
3. έλκος που προέρχεται από καύση
4. (κατά τον Ησύχ.) «κοίλον θυμιατήριον».
[ΕΤΥΜΟΛ. εσχάρ-ιον, υποκορ. του εσχάρα].