επωφελούμαι
From LSJ
ἡ φιλία περιχορεύει τὴν οἰκουμένην → friendship runs all over the earth
(AM ἐπωφελῶ, -έω) ωφελώ
νεοελλ.
χρησιμοποιώ, αξιοποιώ τις δυνατότητες που μού παρέχονται για να ωφεληθώ («επωφελήθηκε από την περίσταση»)
αρχ.
ωφελώ, βοηθώ («κεῑνον θέλων ἐπωφελῆσαι ταῡτ’ ἓδρα», Σοφ.).