ἑρκοθηρικός

From LSJ
Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑρκοθηρικός Medium diacritics: ἑρκοθηρικός Low diacritics: ερκοθηρικός Capitals: ΕΡΚΟΘΗΡΙΚΟΣ
Transliteration A: herkothērikós Transliteration B: herkothērikos Transliteration C: erkothirikos Beta Code: e(rkoqhriko/s

English (LSJ)

ή, όν, (θήρα)

   A of or for netting or fishing with nets, Pl.Sph.220c :

German (Pape)

[Seite 1031] ή, όν, zur Jagd mit Stellnetzen gehörig, Plat. Soph. 220 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἑρκοθηρικός: -ή, -όν, (θήρα) ἀνήκων εἰς τὸ θηρεύειν διὰ θηρευτικῶν δικτύων, τοῦτο ἑρκοθηκόν τῆς ἄγρας τὸ μέρος φήσομεν εἶναι Πλάτ. Σοφ. 220C. ἑρκοθηρευτική (ἐξυπ. τέχνη) Πολυδ. Ζ΄, 139· -ρευτής, ὁ αὐτόθι 137.

Greek Monolingual

ἑρκοθηρικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κυνήγι που γίνεται με δίχτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρκος + θηρικός].