ερημοπλάνος
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
ἐρημοπλάνος, -ον (Α)
αυτός που πλανιέται μόνος, στην ερημιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο- (< έρημος) + πλάνος.