ένσωμος

Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔνσωμος, -ον) σώμα
ενσώματος
μσν.
αισθητός, ζωντανός
αρχ.
φρ. «ἔνσωμος φράσις» — έκφραση που αναφέρεται με άμεσο τρόπο στα πράγματα, στην ουσία.