αδελέαστος
From LSJ
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
Greek Monolingual
-η, -ο δελεάζω
1. αυτός που δεν δελεάστηκε ή δεν είναι δυνατόν να δελεαστεί, να παρασυρθεί από υποσχέσεις ή θέλγητρα, απαθής, ασυγκίνητος
2. δίκαιος, αμερόληπτος, ανεπηρέαστος, αδέκαστος.