αειθαλής

From LSJ
Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source

Greek Monolingual

-ες (Α ἀειθαλής)
1. (για φυτά) αυτός που θάλλει συνεχώς, που διατηρεί το φύλλωμά του σε όλες τις εποχές του έτους
2. (για πρόσωπα) ο πάντα θαλερός, ακμαίος, σφριγηλός
αρχ.
1. άφθαρτος, ακατάλυτος, αιώνιος
2. (το ουδ. ως ουσ. στη φρ.) «τὸ ἀειθαλὲς τῶν φύλλων», η διαρκής χλωρότητα τών φύλλων, η συνεχής διατήρησή τους στα δέντρα.