αειθαλής
From LSJ
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
Greek Monolingual
-ες (Α ἀειθαλής)
1. (για φυτά) αυτός που θάλλει συνεχώς, που διατηρεί το φύλλωμά του σε όλες τις εποχές του έτους
2. (για πρόσωπα) ο πάντα θαλερός, ακμαίος, σφριγηλός
αρχ.
1. άφθαρτος, ακατάλυτος, αιώνιος
2. (το ουδ. ως ουσ. στη φρ.) «τὸ ἀειθαλὲς τῶν φύλλων», η διαρκής χλωρότητα τών φύλλων, η συνεχής διατήρησή τους στα δέντρα.