Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αδράλα

From LSJ
Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c

Greek Monolingual

η
συνήθως στον πληθ. οι αδράλες
μικρές και σκληρές πέτρες διασπαρμένες στους αγρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. από το ουσιαστικοποιημένο επίθετο αδρός, μέσω του μεταβατικού τύπου αδράλι.
ΣΥΝΘ. αδραλότοπος].