αέτειος

From LSJ
Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich

Menander, Monostichoi, 528

Greek Monolingual

-α, -ο
ἀέτειος, -ον) ἀετός
λέγεται για σωματικά ή ψυχικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου, όμοια με αυτά του αετού (π. χ. βλέμμα, μύτη, σκέψη κ.λπ.)
αρχ.
αυτός που ανήκει στον αετό, ο σχετικός με αυτόν, αετήσιος.