ευμέθοδος

From LSJ
Revision as of 06:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐμέθοδος, -ον)
1. αυτός που έχει καλή μέθοδο, ο μεθοδικός, ο συστηματικός («τρόποι δὲ ἀναχρονισμοῡ εὐμέθοδοι καὶ παρὰ Σοφοκλεῑ», Ευστ.)
2. (για πρόσ.) μεθοδικός, ακριβήςεὐμέθοδος ἰατρός», Αλέξ. Τραλλ.)
3. το ουδ. ως ουσ. το ευμέθοδο(ν)
η μεθοδικότητα
μσν.-αρχ.
ο τακτοποιημένος καλά.
επίρρ...
ευμεθόδως (ΑΜ εὐμεθόδως)
με καλή μέθοδο, μεθοδικά, συστηματικά.