ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal
εὔμαλλος, -ον (Α)ο κατασκευασμένος από καλό μαλλί («εὔμαλλος μίτρα», Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μαλλός «μπούκλα μαλλιού»].