εύχειρ
From LSJ
ὁ χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick
Greek Monolingual
εὔχειρ, -ος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει εξασκημένο χέρι, επιτήδειος, ικανός
2. δεξιοτέχνης.
επίρρ...
εὐχείρως (Μ)
με ευχέρεια, με δεξιοτεχνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χειρ].